- Ναϊμέχεν
- (Nijmegen). Πόλη (156.300 κάτ. το 2003) της Ολλανδίας, στην επαρχία Γκέλντερλαν. Είναι χτισμένη σε αμφιθεατρική θέση στις πλαγιές μερικών λοφωδών ανάγλυφων, που κατέχονται βαθμιαία προς την αριστερή όχθη του ποταμού Βάαλ, κοντά στα σύνορα με την Ομόσπονδη Δημοκρατία της Γερμανίας.
Ο παλαιότερος αστικός πυρήνας με τα γραφικά κτίρια, είναι συγκεντρωμένος στο κέντρο, κατά μήκος του ποταμού· ενώ ο νεότερος εκτείνεται στο εσωτερικό, με συνοικίες που έχουν συχνά την όψη κηπουπόλεων, με πολυάριθμες επαύλεις διάσπαρτες στο πράσινο.
Ιστορία. Γαλατικής προέλευσης, η Ν. είχε κάποια εμπορική σπουδαιότητα κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους - οπότε ήταν γνωστή με την ονομασία Noviomagus - που αυξήθηκε με την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όταν περιήλθε στους Φράγκους, στους Μεροβιγγείους και στους Καρολίδες. Λεηλατήθηκε πολλές φορές από τους Νορμανδούς, αργότερα αποτέλεσε μέρος της Χανσεατικής ΄Ενωσης και το 1579 προσχώρησε στην Ένωση της Ουτρέχτης. Το 1678 υπογράφηκε σε αυτή συνθήκη ειρήνης μεταξύ Γαλλίας, από τη μια και των Κάτω Χωρών, Ισπανίας και Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, από την άλλη. Η πόλη υπέστη σοβαρές ζημιές κατά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο και έχασε πολλά μνημεία της. Μεταξύ εκείνων που διασώθηκαν είναι ο γοτθικός ναός Γκρότε Κερκ του 13ου-15ου αι., το δημαρχιακό μέγαρο (Stadhuis, 15ος - 17ος αι.) και το Βάλκχοφ. Από τα πνευματικά ιδρύματα είναι το Rijksmuseum G. Μ. Kam με κελτικές και ρωμαϊκές συλλογές.
Σήμερα, η οικονομία της Ν. βασίζεται στην παραγωγή καταναλωτικών αγαθών που προορίζονται για την τοπική αγορά και σε διάφορες εμπορικές δραστηριότητες.
Ιστορική φωτογραφία της παλαιάς πλατείας της αγοράς της Ναϊμέχεν, στην οποία υπάρχουν πολλά αξιόλογα κτίρια του 16ου και του 17oυ αι.
Dictionary of Greek. 2013.